- στρεψαύχην
- -ενος, ό, ἡ, Α1. αυτός που στρέφει τον αυχένα2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» — δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- τού αορ. ἐ-στρεψ-α τού στρέφω + αύχήν, -ένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
στρεψαυχενία — η, Ν [στρεψαύχην, ενος] ιατρ. ακούσια στροφή τής κεφαλής που συνοδεύεται από σπασμούς … Dictionary of Greek